Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Συνδυασμός «Γάλα και πάλε Γάλα» - Ρετσέτα 2η

ΙΣΤΟΡΙΑ 1η

Τόμου, οπού λέτε, επήα να αρμέξω τσι γίδες μου, εκειές εγελάανε σπαραξικάρδια. «Κόντε Μεμά μου», μου είπε η σιόρα Κάτε, «θα σου δώσω γάλα για τσι εκλογές». «Πάρα πολύ», επετάχτηκε η σιόρα Βιτώρια. «Θέλουμε άμα βγεις, να μας δώσεις δυο θέσες στη Δημαρχία».  «Εμέ», επετάχτηκε η Κάτε, να με βάλεις  να θυλικώνω τα ραβασάκια που θα σου φέρνουνε, να τα ποστιάζω, κι αμά να τα ρίχνω στον απόπατο». «ΚΙ εμέ θα με κάμεις τηλεφωνήτρια στο ιδιαίτερο γραφείο σου, να μπελάζω όσους παίρνουνε για ρουσφέτια. Και θα τσου τάζω θέσες. Ο ένας θα είναι διευθυντής του σταύλου του, ο άλλος αρχικηπουρός του μποστανιού του. Και θα τσου κόβουμε και επιδόματα». Πετάχτηκε η σιόρα Βιτώρια: «επίδομα σκουληκιασμένης ντομάτας, επίδομα ορτοκούτσουλου αγγουριού, επίδομα γκαστρωμένης κολοκύαθας, επίδομα βλογιοκομμένου άνιθου, επίδομα αδύναμης βερβελήθρας». «Να, σα τσι δικές μας», μπέλαξε η σιόρα Κάτε. Κι εμείς θα παίρνουμε το επίδομά μας». «Άτιμες», τσου εφώναξα, «εμπήκατε στο κόρπο, δελέγκου, δελέγκου». Εγελάσανε, αφήνοντας δυο κομπολογάτα περδέματα...

ΙΣΤΟΡΙΑ 2η

Εψές το βραδάκι, το λοιπό, επήα στην αυλή τση σιόρας Μπεμπέτας. Με ένα σίκλο γάλα. Το τι μου εφώναξε δεν ημπορώ να σας το μολοήσω. Δε θα σα πω πως με είπε ανεπρόκοπο που έχω δυο γίδες και γυρίζω τα χωράφια, αρχιμαφιόζο που θέλω να κατέβω τσι εκλογές για να πάρω ψήφους από τσου παλιούς που κατεβαίνουνε και είναι πετυχεσμένοι (έτσι μου είπε, το έχω γραμμένο και στο μαγνητόφωνο). Και άμα την αρώτησα γιατί, δε θέλει το γάλα; Μου είπε: «Ωρέ φαρμασόνε, τι να το κάμω το γάλα; Να το ρυπήσω στο καντούνι μου; Σανό, θέλω ωρέ, σανό και πάλε σανό. Όχι γάλα και πάλε γάλα». Και άμα την αρώτησα, αν έχει σανό, μπαρντόν, γίδες, μου αποκρίθηκε: «όχι, ωρέ, δεν έχω γίδες. Εκειός ο σανός οπού μου φέρνουνε δεν είναι συνηθισμένος.  Είναι από χέρια. Και είναι νόστιμος. Έχεις φάει ωρέ, σανό σοφιγάδο; Αμέ ψητόνε; Και μη σου πω στο φούρνο με κρομμυδάκια και αέρα κοπανιστό από την Αγιά Δυνατή που λένε, πως υπάρχουνε γίδες με χρυσά δόντια».  Επήα να γελάσω και ναι, η σιόρα Μπεμπέτα μου έδωσε ένανε γκατακέφαλο, οπού είγδα τον ουρανό σφοντύλι. «Αρχιτεμπέλαρε Μεμά, χάσου από τα μάτια μου να μη σε ξαναγδώ». Έφυγα κι εγώ ο φουκαράς, αλλά εκέρδεσα κάτι. Το όνομα του συνδυασμού μου. Καλά πάμε, ως εδώ. Ερπίζω, να πιτύχω το στόχο μου. Μεγάλη θάναι  τότενες η πετυχεσιά.

ΙΣΤΟΡΙΑ 3η

Μπονόρα, μπονόρα, άφησα ένα σίκλο γάλα, στο κατώφλι του γέρο  Φώντα του Ρέγουλου. Είχα κι ένα ραβασάκι απάνου. «Για να με ψηφίσεις», έγραφε. Να του κάμω και έκπληξη. Το μεσημεράκι έλαβα ένα δέμα, από τον γέρο Ρέγουλο. Τι είχε μέσα; Ένα καράβι από ξύλο. Κι ένα σημείωμα, που έλεε: «Ανίκανοι, είστε ούλοι σας. Σουρταφερτάκηδες. Προσκυνημένοι. Άλαλοι και αμόρφωτοι. Τι θέλετε, ωρέ και κατεβαίνετε τσι εκλοές; Δεν ημπορείτε να βοχθήστε τον τόπο με τη δυναμή σας και κολλάτε σε άλλους; Και τσου λιβανίζετε; Όσο για εσένανε, Μεμά μου, που σε συμπαθάω κιόλας, κάτσε καλύτερα με τσι γίδες σου. Τι θέλεις με ευκειούς;  Αντέχεις ωρέ, Μεμά μου, να είναι τα ψηφοδέρτιά σου στην ίδια κάρπη; Να κολλήσουνε και κανιά γρίππη; Δε θα σε ψηφίσω. Ερύπησα και το γάλα σου στο σταύλο μου. Να θρέψει ο σανός που μου εφέρανε προψές». Έμεινα! Αλλά, τέλεια, είπα, πιο τέλεια δε γένεται. Εκίνησα για το κονάκι μου σαρταίνοντας με τον τρόπο τση τσιγκολελέτας.

ΙΣΤΟΡΙΑ 4η

Το μεσημεράκι σήμερις, επήα και πέντε σίκλους σ’εκειούς οπού εβγάνανε τα χορτάρια.   Και οι πέντε με εδιώξανε κακήν κακώς. «Χάσου από εμπροστά μας», μου εφωνάξανε, λες και ήντουνε συνεννοημένοι. «Γιατί ωρέ, μας κογιονάρεις; Εκόψαμε τα χορτάρια, τα εκάμαμε σανό και τον εδίνουμε σε όσους έχουνε χρεία». Είπα, έτσι το επήρανε, για κογιονάρισμα. Κι έφυγα. Από πίσω μου, ποτάμι εκύλαε το γάλα. Κάτι σκύλοι το εγλείφανε και με ετηράανε σα να μου ελέανε: «Σ’ ευχαριστούμε. Εμείς θα σε ψηφίσουμε». Όχι,όχι έσκουξα, δε θέλω να βγω. Τρομάξανε και με πήρανε στο κυνηγητό. Κι εγώ ανέβασα τα ποδάρια μου στους ώμους μου.

ΙΣΤΟΡΙΑ 5η

Καθισμένος απά σε μια πέτρα ετήραα τσι γίδες μου οπού εβόσκανε. Με βουλημία. Για να με ευχαριστήσουνε. Ήμανε χαρούμενος. Θα μεράσω σε ούλους γάλα. Η αποστολή μου επήαινε με επιτυχία. Δε θα  με ψηφίσουνε. Κι εγώ το θέλω. Και τσι λίγες μέρες οπού εμείνανε θα κάμω τα πάντα. Θα σκιστώ. Ακριβώς όπως εκείνοι που σκίζουνται για να βγούνε.  Με την ίδια ζέση. Σανό εκείνοι, γάλα εγώ. Μακάρι  ο κόσμος να ήταν φτιαγμένος ανάποδα. Κι ούλοι να εργάζονταν σα για να έβγουνε πρώτοι, ώστε να τερματίσουνε …τελευταίοι. Νικητής να είναι ο χαμένος. Αλλά πού!

ΙΣΤΟΡΙΑ 6η

Απόψε εμαγέρεψα ένα φαϊ που μ’αρέσει. Και είχα μπροστά μου ούλα τα ψηφοδέρτια των συνδυασμώνε.   Ο ένας έφυε από κεί κι επήε εδώ. Ο άλλος  ματαήρτε. Κι ο τρίτος ξανάφυε για να ξανάρτει. Ορεξάτος. Με ιδέες.  Κανένας δεν πήε ίφου. Ούλοι εδώ. Ε, πού και πού υπέρχει και κάνας καλός. Μα εξεχώριζε ο έρμος σαν τη μύγα στο γάλα. Ε; όχι και το εδικό μου! Α, ούλα κι ούλα! Εγώ, βγάζω τσι μύγες από το γάλα, άμα το δίνω!


Το λοιπό, τα ετήραα. Τα ψηφοδέρτια.  Ανάκατα, ούλα. Και αμά έφαα.  Μπουρμπουρέλια…

ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.