Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Δικέλης Βλιχός - Ο Γλάρος, η Σουπιά και ο Σανός.

Δικέλης Βλιχός
Ο ΓΛΑΡΟΣ, Η ΣΟΥΠΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΑΝΟΣ
(Με τον τρόπο των Διον. Σολ. και Αριστ. Βαλ.)
Η ιστορία τση σουπιάς που… ε! ρε μελάνι που θα ρίξει και του γλάρου που επήαινε πισωκώλου, α! ναι, και του σανού…

Μια ιστορία θα σας πω, δική μου ολωσδιόλου
«τι ομοιότης είν’ αυτή», μα θα σας πω: «καθόλου»…

Μια μέρα ήρθε λικνιστά ο Γλάρος με μια μπάλα
και συναντάει τη Σουπιά που πλήρωνε και τ’ άλλα.
Λέει ο καλός σου στη Σουπιά χωρίς ντροπή ο μπαγάσας
και κάθεται σ' ένα σκαμνί σα νάτανε γκρανκάσα:

«Και πού να σε πιστέψουνε μα ούτε και μπουκούνι
κάτσε μωρή και μέθυσε με μπόλικο φλισκούνι.
Να, εδεκεί, λίγο σανό σου ’φερα για να γιάνεις
σε θέλω για τον ψήφο σου τι; τώρα μην πεθάνεις!»

Και η Σουπιά με κίνηση σκερτσόζας ελαφίνας
παρόλο που την κούρλαινε η άτιμη η πείνα
τίναξε το μελάνι της, μα έσγουψε ο Γλάρος
κι είπε με σθένος και μαγκιά, ετήραε κι ο Φάρος:

«Τι λες ρε βλάκα άσπρε μου, πάρε πεντέξι βόλους
και τρέχα να μπανιαριστείς, άφησε κειους, τσου ρόλους
που δεν μπορείς να υποδυθείς, πήγαινε στην Αντίσα
και μην ποιείς καθημερνώς τη ρημαγμένη νήσσα».

Ο Γλάρος εδεκεί, που λες, κατάπιε το γλωσσί του
κιτρίνισε ο δολερός μαύρισε το πετσί του.
Κι εκείνη με περίσσια ορμή και με φουριόζα χάρη
ελοξοτήραξε άγρια το πλάνο το γομάρι
κι απέ του πέταξε η ζαβή λόγια κουρλά, μα θεία
που σαν του εθνικού ποιητή ήταν γεμάτα βία:

« Σε αρνούμαι προβοσκίδα, σε αρνούμαι η μοχθηρή
σα λαγός ξενιτεμένος απ’ του Αυγού την κορυφή.
Εβαρέθηκα σου λέω να σ’ ακούω να μου λες
να μου τάζεις, να μου δίνεις, εσύ ένας σκερβελές.

Το σανό που μου προτείνεις δεν τον θέλω η καψερή
θα σ’ αφήσω και θα φύγω μία μέρα βροχερή
θα υπάγω εις τους βράχους με μια Σμέρνα μορφονιά
και θα βγαίνεις να με ψάχνεις άγρια νύχτα παγανιά.

Δε θα έρτω σου φωνάζω, θα ιδρύσω μια φωλιά
να μαζέψω αποκαϊδια και να σπείρω φαμελιά.
Και μια νύχτα με φεγγάρι θα κατέβω σαν μπαλτάς
και αλίμονο σε σένα και σε όσους απατάς.

Δε σου λέω, κακομοίρη, πρόσεξε πώς με τηράς
άμα θες να σου χαρίσω τη ζωή σου, π’ αγαπάς.
Τι μελάνι θα σου ρίξω δεν μπορείς να φανταστείς
ούλα μαύρα θα τα γλέπεις ούτε και ν’ ακουρμαστείς»!...

Κι ο Φάρος άναψε το φως κουνήθηκε μην πέσει
 «α, είπε αυτά τα έχω δει, μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει!»

Ο Γλάρος εβουβάθηκε, δεν πίστευε καθόλου
επισωπάτησε σιγά, πήγαινε πισωκώλου
δελέγκου εγκρεμίστηκε τση άβυσσος τα βάθη,
οπού τον επερίμενε μια βάρκα και εχάθη.
Αλλά εγώ πού έβλεπα «Καλά», είπα, «να πάθει
αφού ποτές του σαν ταγός εντάξει δεν εστάθη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.