Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

ΣΑΛΟΥTΟ ΜΠΑΝΚΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ …

Μια ιστορία μιράρω απά στο ρίμμα του ήλιου… κυλούνε ρονιές τα δακρυά μου… κι έχω ένα φούσκωμα στο πέτο που τόμου και το ρεφτώ, θα κόψω ατσούπια ! Μια ιστορία που αρκινά στα παιδικά μου χρόνια…

ΦΛΑΣΙ ΜΠΑΚΙ νου.1: Η ΑΡΚΗ ΤΣΗ ΦΑΟΥΡΑΣ!

Κυριακή, εβάστια τα μανουάλια στο ιερό να μη φύουνε … ήμουνα κοντά να πάω φαντάρος κι εβόχθαγα το παππούλη τσοι τελετές. Βορέ μάτια μου, τι γλέπω! Εδεκεί στο γυναικωνίτη μία έμορφη να κάνει ανάποδα το σταυρό τση και να με τηράει λάγνα!!! Ποία είναι ευκιά;… μπα σε καλό μου!!! Διαλέμπαμέσα σας καντήλια που καπνίζετε και δε καλογλέπω !...

Ήρτε η ώρα να πώ και το «πιστεύω»… τα έκαμα ταραμά , μία έλεα το πιστεύω μία το πάτερ ημώ… ο παπάς εγούρλωσε τα μάτια, εγώ κοίταα προς τη νιά και δύο γριές γελάανε σκυμμένες στα στασίδια. Κάνω να φύω και σκοντάφτω ο συφοριασμένος απά στο κόνισμα του Αϊ Σπυρίδωνα, έκαμα τον άγκονά μου κολάδο.

Η έμορφη είχε καρφώσει τσι βλεφαρίδε τση απάνοθέμου και την ώρα των (αχράντων μυστηρίων) απά στη ματαλαβή ο παπάς μου΄χωσε το κουτάλι στο μάτι καθότι ο στόμας μου ήτο κλειστός και ετήραα στα πλάγια, με τη μαυροδάφνη να ρέει στο μάγουλό μου κι ούλη η θεία μεταλαβή με το μπικιόνι τση έπεσε απά στην αρτοκλασία . «Κάλιο να μην ερχόσουνε!» ελάλησε ο Πάπαρδος. «Είμαι γριπάτος παπά μου κι έχω θέρμη…» του λέγω.

Από τότενες εφκείνη η γυναίκα έκαμε το θέλημά τση, να με φκιάξει να χαιρετώ το πλάτανο και να καρτερώ το Νικολό!!!

ΦΛΑΣΙ ΜΠΑΚΙ νου.2: Ο ΔΙΑ…ΛΟΓΟΣ.

Ε: Σε είγδα στον ύπνο μου εψές!
Π: Εγώ… δεν είχα ύπνο! Εγουργούριζε η σκέψη μου εσέ! (τση λέγω)
Ε: Εκγάτιες τα μπαμπάλια του παπά…
Π: …Μανουάλια !
Ε: Ευκιά ! κι είγδα στ’ ονείγατό μου στη παγαλία του Λουγδά να σφουγγίζεις τα πόδια του Αγίου,απ’ τα θύκια!
Π: …Τι έκανε ο Άγιος στο Λουρδά;
Ε: Εμπανιαγιζώτουνε κι ότα οβγήκε όξου εσύ το νε σφούγγιες… κι ήτονε απά στο κούτελό σου ένας κάουρας!
(επαρλάριζε και εκουνιώτουνε τα βυζιά τση όπως καούνια!!! Με έπιασε τρέμουλο από τη πολύ ντελικατέτσα τση και δεν εμπόρια ν’ ακρουμαστώ άλλο!)
Π: …Πως είναι τ’ όνομά σου;;; (τση λέγω)
Ε : Εμπόγικα ! Του λόγου σου ξέγω… Πελάτη!
Π: Για τσου φίλους , Μαλάχας… έτσι με σαλαάνε!
Ε : Εγώ θα σε λέγω Πελάτη!
(Η απαλάμη τση ούτε ξέβρω πως κώλυσε στη δικιά μου… κι ήμουνα ούλο γλίδα.)
Π: αα…α…α…άρκησε το…τ…το μισοβρόχι… (πρώτη βολά στη ζωή μου εκειό που ήθελα τόσο πολύ, το φοβούμουνα περισσότερο). Γιατί μιλάς κάπως, δηλαδή έτσι ,κάπως περίεργα;
Ε: Ομιλώ ολίγο Γαλιστά που είναι τση μοδός ! Κι έπειτα σε τόσες γλώσσες είμαι γνωστικιά!
Π: Και …ούλες ευκειές τσοι γλώσσες τσοι έχει μέσαθε εκειό το στόμα;;;
(έτσι το λοιπό εδώκαμε το πρώτο μας φιλί. Έδε κει αρκίνισε και το σκόντο τση ζωής μου!)

ΦΛΑΣΙ ΜΠΑΚΙ νου. 3: ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Η ΣΤΕΡΕΨΗ.

…Μετά τα συβόλαια τση παντρειάς φινίρανε τα κόρτε, αβάντι κι ο τελέγραφος αναμεταξύ μας … Ούλη μέρα έτρεχα να τση κουβαλώ όβολα και τη νύχτα έγλεπα με το καντηλιέρι τη γάμπα τση όπως λεπρός! Στο δόσιμο ούλη μέρα! Μου εκράτιε τα τσεκίνια ν’ αυγατίζουνε, έλεε, κι ότι θα με κάμει αφέντη μια μέρα που ΄χω μια οκά γλίδα…

Μα του λόγου μου γουδέριζα πως αγόραζε στολίδια από τα Παρίσια!!! Ότα με ΄πιανε το νευρικό μου, έριχνε τότες νέφαλα και μου έδειχνε μια στάλα βυζί, μ’ άφηνε να ζουπάω το κολομέρι τση κι όπως μιράκουλο γινόμουνα αρνί μέχρις την άλλη μέρα. Η μαγάρα έκανε μια μπάκα!!! Τσι νύχτες επέφτανε τα στρασίνα και το σεντόνι επάνω τση όπως τη θάλασσα απά στη γης , κι εγώ όπως σκλαβούνος, λάου λάου μη και γδω τίποτσι ζόρκο κρέας…

Ανάθεμα!!! Ή εγώ δεν προστελεύω ή τα φυλλόματά τσι τα βαστά όρτα , και… αρκινά η «λειτουργία». Το τι μου έσυρε!!! Τί παπαρδωμένο με είπε τί ανακαπερδωμένο το τί παρασούσουμα μου κολλάρισε!!! Μπα γιέ μου! Τση λέγω : Μα είσαι η κόρη τση ζωής μου, καρδιά μου… τι κακό έκαμα… Σε τήραα να παίρνεις το μπουρμπουλά σου και αναστατωθέν ο άμοιρος! Έλα κοκόνα μου να κάνουμε ένα παιδί…

Από τότενες δε ξαναμιλήσαμε ο ένας με τον άλλο… Εκείνη συνέχισε να παχαίνει,Εγώ έκαμα τα κουράγια μου για χρόνια… Πώς να κάμω τον απόγονο από μακριά που είχα να τση τον ακουμπήσω από το φευγιό τση Σμύρνης !!! Έτσι λοιπό δίχως παιδιά , σκυλιά , γείτονες, υποχρεώσεις και εορτάσιμα, έπεσα με τα μούτρα στην αποταμίευση…

Η εμπόρικα κράτιε και τα όβολά μου κλειστά όπως και τ’ αχαμνά τση… Κι ότα τση ζήτησα να στυλώσουμε το πιθωκάρι μ’ έβαλε να δανειστώ απ’ τα λεφτά μου και να τση δίνω οπίσω αγάλι αγάλι τα διπλά… Πανάθεμάμε δεν είναι ζωή ευκειό …κλειστά όβολα, κλειστό σπίτι , κλειστά μπούτια, κλειστό στόμα! Μήλα ορή που χεις τόσες γλώσσες! Θα κουρλαθώ! Τι άλλο θες ορή χοντράγια;
Ε: Γώταμε να σου απαντώ μα κάθε που θα ΄ποκγίνομε 1,5 θα με τγατάγεις!!!
Π: Ω πάχο πόλαβες ορή, φιλαργυρία θανατερή !!! θα σε πλερώνω ορή υποχθόνια για να ΄χω μια κουβέντα;

Τόσο χάπατο είμαι Άγιε μου; έτσι είναι η φτιαξιά μου; Ένα πουρνό που σφίξανε οι βελονιές και είχα και μουσούδα … και μια ιχιά πρεματούρα , έγινα άντρας μια βολά κι είπα τα σύκα, σύκα !
Π: Τα όβολά μου ξέχνατα, λησμόνα και τα δάνεια! (Τη κέρωσα ). Και σα γυναίκα ,τζόγια μου, να σταθείς δίπλαθέ μου!
Ε: Καλά τα λες Πελάτη μου θαγώ πως έχεις δίκια γι’ αυτό κι εγώ θα σου δοθώ στου φεγγαγιού τη χάση, τα όβολα τα δάνεια οπίσωΘα σου δώκω!
Π: ,…;;; Και…το 1,5 για…
Ε: να το ξεχάσεις τώγα!!! Του άντγα μου από δω και μπγος θα είμαι εγώ γυναίκα!
Π: …Εμπόρικα! κουμπί τρέχει το δάκρυ μου … Απόψε θα γαμ…
Ε: …Μη το σκούξεις άντρα μου και τράβα μπανιαρίσου!
Π: Είπα, αμά, δόξα να έχει ο Άγιος κι ας γιόμισε ούλος θύκια… Μου ΄ρτανε ούλα δεξιά …

Τρέχω συλίντρεχος να βγάλω ούλη τη γλύδα, να βγάλω και το δέρμα μου να βγάλω τα μαλλιά μου…
Το λαδοσάπουνο μικρό κι εγώ θα λιώσω κι άλλο!...
Έκανα τσι γαργάρες μου ξύρισα τσι μασκάλες, κι άδειασα το άρωμα, φύζικο τση λεβάντας.
Βάνω και στη σωβράκα μου ροδόξιδο απ' τα Ζόλα!
Και ος ότου να ρτει σούρουπο τριβόμουν σα ψωριάρης.
Κι ότα που ετοιμάστηκα εφόρησα γιλέκο, πουκάμισο μεταξωτό και παντελόνι αφράτο!
Σκαρτσούνια μαύρα υφαντά με μοναχά μια τρύπα !!!
Έβγηκα άπ’ τη λέτρα μου και γλυκοσαλαγάω: «Έτοιμος περιστέρα μου, που γλυκοκουρκουρεύεις;
………. Σιωπή εδώ……σιωπή από κει …Σιωπή και στο κατώι…
Άφαντα ούλα τα ρούχα τση άφαντο ούλο το σόι …
Ανάθεμα το σόι μου άμα καταλαβαίνω…και ξύνω τη καρκούτα μου, στη χλίψη μέσα μπαίνω…
Τη νύχτα αυτή με το κερί και με το κοκκινέλι, τη κλάρα που αποξέρανα, από νωρίς στ’ αμπέλι,
και ρούφαα να ξεχαστώ από τον ερωτά μου που μπήκε ο διάουλος μέσα μου, που να παρτεί η μιλιά μου…
Τ’ άλλο πρωί το σκότιο που μου χε μήνη η «χούφτα».
Πάνω στη ζαλαδίτσα μου και τη κακομοιριά μου…
δίχως τα δάνεια τα λεφτά και τα γραμμάτιά μου…
Δίχος τ’ αυγατισμένα μου… και την Εμπορικιά μου…
Ήρτε από τη γειτονιά, η Βάβω η μουγκή, και μου κανε νοήματα για την Εμπορική!!!
Π: «Μα δε γουδέρω Βάβω μου τη νοηματική !» εκείνη όλο μούγκριζε κι έκανε τη κουρλή!
Η Εμπορική μου λέει τό σκασε στη πόλη με το γιό τση και μόνη τη μπαράτησε που έφτιανε ...μελιτζάνες…

ΦΛΑΣΙ ΜΠΑΚΙ νου 4 : ΤΣΩΠΑ ΚΙ ΕΓΝΟΙΑ ΣΟΥ… ΥΦΟΥ ΚΑΙ ΝΥΦΟΥ. . . ΦΙΝΙΜΕΝΤΟ!

Δε λησμονώ το κέρατο και θα στονε φορέσω
Τα λιγοστά τσεκίνια μου κάλιο εγώ να χέσω,
Τόμου τα γδεις το λιόγερμα στα παραφουσκωμένα
Τα στήθια σου που πρήστηκαν με γιούρα φορτωμένα!
Κι ούλοι εμείς οι ταπεινοί που μας λογάτε όχλο
Ουέ κι αλίμονο αν ποτές γδούμε τη δύναμή μας
Και μες τη περηφάνια μας και τη καταγωγή μας,
Του Παρισιού τσι γκόμενες αφήκουμε μονάχες
Να ψάχνουν γκόμενους ζαβούς ΄πα στου Ρουδιού τσι ράχες.
Απ’ το παπόρο που ΄ρκωντε χάνουν τη παρθενιά τσου,
Τσι στάνες να γιομίσουνε με τα κομπινεζά τσου.

ΕΜΠΟΡΙΚΑ, δε λησμονώ, κι εσύ να με θυμάσαι!
Θα ΄ναι η κρίση σου βαριά μπρι τη συνχωνεψή σου,
Θα πουληθείς ως το ψαχνό, σα κολυμπάδα θα ΄σαι.
Συβόλαια στριθολιθιά θα ΄ναι η στενεψή σου!
Κι απά στο Κομητάτο σου τ’ ακριβοπληρωμένο
Να πα να βρεις το πάτο σου…το παραφουσκωμένο!

… Πελάτης…
ΜΠΑΝΚΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ 26710 22303 24624
ΆΡΠΑ ΜΠΑΝΚ 26710 25181
ΜΠΑΝΚΑ ΕΘΝΙΚΗ 26710 22389 25191
ΕΥΡΟ ΜΠΑΓΚΙ 26710 27162
ΚΥΠΡΟ ΜΠΑΝΚΑ 26710 20130
ΜΠΑΝΚΑ ΠΕΡΑΙΑ 26710 27850

Κοντραστάρος...
Άρθρο Αναγνώστη

6 σχόλια:

  1. Γεια σου ορέ «Πελάτη» με τη συμβία σου. Ορέ με το συμπάθιο μπας κι΄έχεις το διάολο μέσα σου ορέ; Που τα σκαρφίστηκες όλα αυτά ορέ; Άπαιχτος είσαι, αφού σε κάποια φάση ξεχάστηκα και νόμιζα ότι διάβαζα πραματική ιστορία. Κάπως έτσι γίνεται πάντα από τγε ζολί, τγε ζολί ξεκινάμε και στο τέλος μας την παίζει η μαντάμ Εμπόγικα. Και ξέρεις που ποντάρει η συμβία; Που θα πάνε σου λέει εγώ και στη πόλη θα είμαι και θα μου τα κουμπάνε πάλι να χοντρύνω κι άλλο. Με τα μισά έξοδα θα βγάζω τα ίδια. Ξεζούμισμα χρειάζεται σιγά σιγά να έρθει στα κιλά της, προς γνώση και συμμόρφωση. Ας μπούμε στη λογική παπούτσι από τη Σάμη κι ας είν΄και μπαλωμένο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΣΤΙΧΟΙ «ΔΕΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΙ» ΓΙΑ ΤΣ’ ΑΛΛΟΥΣ

    Για τσ’ άλλους θέλω να σου πω, ωραίε
    Κοντραστάρε
    οπού μιλούνε ολημερνά και κρένουν σ’ ούλους,
    πάρε.
    Μια άλλη γκόμινα μαθές, π’ ανοιγοκλεί τα σκέλια
    κι η λάγνα τση φωνή τσου λέει, ελάτε ωρέ
    κοπέλια
    να σας θαμάξω μια ώρια νια, που τηνε λένε
    €υρήκα
    έχει κι ενσήματα τρανά στο χτήριο του ΙΚΑ.
    Η μαντενούτα εφκείνη, γδες, είναι πολλάκις
    μούτα
    φοράει στο προσώπατο μια εύμορφη μπαρμπούτα
    και κογιονάρει όπου βρεθεί τσου παχουλούς
    αρχόντους
    μια μέρα που την είγδα εγώ δεν είχε ούτε
    πόντους
    στα διχτυωτά σκαρτσούνια τση που ’τονε
    γλιδιασμένα
    τα κλιτσινάρια τση ήτανε ως κάτου κει χεσμένα.
    Για φκειούς τσ’ αρχόντους θα σου πω με το ύφος
    του Μικέλη
    οπού γλιστράνε οι άτιμοι ωσάν να είναι χέλι.
    Και σκέφτομαι, εγώ, να γδεις μια νύχτα με
    φεγγάρι
    να βγάλω τη σκελέα μου να γίνω παλικάρι
    να βρω βιολί γλυκόλαλο που αλλάζει την πενιά
    του
    που βεραμέντες γίνεται μυριόπνευστη κλανιά του
    και να τσου πάω στου Μέτελα γλήγορα και
    δελέγκου
    να τσου φεστάρω ακούτελα παράσημο του …ρέγγου.

    «major arx» το αστερόεν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εδώ ο κοσμος καιγεται και !!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. και δε κάνεις μία έτσι, νααααα, να ρίξεις το κουβά επάνω σου να σβηστής!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εγώ θα βρω τον τρόπο να σβηστώ μην ανησυχείς εσύ συνέχισε να χτενίζεσαι!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ακούστε, φίλοι μου με τους κουβάδες και τα χτένια. Η σάτιρα έχει στόχο να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα. Δηλαδή και τις τράπεζες και τα λεγόμενα κοινωνικά ιδρύματα που μας περιποιούνται κανονικά, αλλά και τους άρχοντες όλων των ειδών κι όλων των θέσεων που κι εκείνοι μας περιποιούνται πολλαπλώς. Φαίνεται, ότι με το παραπάνω στιχοπλόκημά μου (δεν έχω δα και το ταλέντο του Κοντραστάρου)είτε διαφωνείτε με το περιεχόμενό του είτε με το ύφος του. Αλλά η σάτιρα έχει ένα παρόμοιο ύφος. Μήπως διαφωνείτε με το περιεχόμενο; Τότε πάω πάσο ....!

    "major arx" το αστερόεν

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.